- κυνόσουρος
- κῠνόσουρος, ον, ᾠάA addled eggs, Arist.HA560a5; cf. οὔριος IV.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνόσουρος — κυνόσουρος, ον (Α) (για αβγά) χαλασμένος, κλούβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. τού κύων) + οὔριος (για αβγό) «χαλασμένο»] … Dictionary of Greek
κυνόσουρος — addled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοσούρου — κυνόσουρος addled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόσουρα — dog s tail fem nom/voc sg κυνόσουρος addled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)